Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γινόμενο το [jinómeno] Ο40 : (μαθημ.) το αποτέλεσμα της αριθμητικής πράξης του πολλαπλασιασμού· το εξαγόμενο του πολλαπλασιασμού: Mερικό ~.
[λόγ. < ελνστ. γινόμενον ουσιαστικοπ. ουδ. της μπε. του ελνστ. ρ. γίνομαι, αρχ. γίγνομαι]



