Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: γιγαντόσωμος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γιγαντόσωμος -η -ο [jiγandósomos] Ε5 : ο υπερβολικά μεγαλόσωμος: Γιγαντόσωμοι αθλητές.

[λόγ. < μσν. γιγαντόσωμος < γιγαντο- + σώμ(α) -ος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go