Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γιγαντιαίος -α -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
γιγαντιαίος, επίθ.
  • Που έχει μεγάλο ανάστημα, υπερμεγέθης, υπερφυσικός:
    • άνθρωποι πλείστοι γιγαντιαίοι, υπερμεγέθεις (Βίος Αλ. 4191).

[<ουσ. γίγας + κατάλ. ιαίος. Η λ. τον 5. αι. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γιγαντιαίος -α -ο [jiγandiéos] Ε4 : που οι διαστάσεις του ξεπερνούν κατά πολύ το μέσο όρο· γιγάντιος, πελώριος, τεράστιος: Γιγαντιαίο ανάστημα. Γιγαντιαία γέφυρα. Γιγαντιαίο κτίριο. H φωτιά πήρε γιγαντιαίες διαστάσεις. || σε σχήμα υπερβολής: Ένα γιγαντιαίο καρπούζι. || που παρουσιάζει δυνατότητες, ιδιότητες ή χαρακτηριστικά κατά πολύ μεγαλύτερα του μέσου όρου: Γιγαντιαία επιχείρηση.

[λόγ. < ελνστ. γιγαντιαῖος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες