Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γιγαντεύω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γιγαντεύω [jiγandévo] -ομαι Ρ5.2 : γιγαντώνω.

[λόγ. γιγαντ- (γίγας) -εύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες