Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- γιαύτος, επίρρ.· γιααύτο· γιαυτόν· γιαυτός· διαύτο(ς)· ογιαυτός.
-
- Γι’ αυτό, εξαιτίας αυτού του λόγου:
- Κοντογροικά το τέλος του; Γιαύτος παραμανίζει; (Θυσ. 490)·
- Διαύτο κλιτή σε δέομαι (Σκλέντζα, Ποιήμ. 311).
[<συνεκφ. για αύτο (βλ. αυτός)]
- Γι’ αυτό, εξαιτίας αυτού του λόγου:



