Παράλληλη αναζήτηση
| 6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- γιατά, επίρρ.,
- βλ. διατά.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γιαταγάνι το [jataγáni] Ο44 : πλατύ και καμπυλωτό σπαθί που το χρησιμοποιούσαν κυρίως οι Άραβες και οι Tούρκοι.
γιαταγάνα η MΕΓΕΘ. [τουρκ. yatağan -ι· γιαταγάν(ι) -α]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γιατάκι το [jatáki] Ο44α : (λαϊκότρ.) το στρώμα, το κρεβάτι και γενικά το μέρος όπου κοιμάται κάποιος. || (συναισθ.) το κατάλυμα: Kατά τις έντεκα τραβήξαμε για το ~ μας.
[τουρκ. yatak -ι]
[Λεξικό Κριαρά]
- γιαταύτα, επίρρ.· διαταύτα, (Αχέλ. 952).
-
- Εξαιτίας αυτού, γι’ αυτό:
- γιαταύτα δεν ψηφούν τους ορισμούς μας (Λεηλ. Παροικ. 148).
[<συνεκφ. για ταύτα. Ο τ. στο Somav. (λ. διά τούτο)]
- Εξαιτίας αυτού, γι’ αυτό:
[Λεξικό Κριαρά]
- γιαταύτο, επίρρ.· διαταύτο.
-
- Εξαιτίας αυτού, γι’ αυτό:
- γιαταύτο όρισ’ ο Θεός να σας λιθοβολήσουν (Δεφ., Σωσ. 265· Αλφ. 1123).
[<συνεκφ. για ταύτο (ουδ. της αντων. ταύτος). Ο τ. στο Somav. (λ. διά τούτο)]
- Εξαιτίας αυτού, γι’ αυτό:
[Λεξικό Κριαρά]
- γιαταύτος, γιαταύτου, επίρρ.,
- βλ. γιαδαύτο.



