Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γιασεμί
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γιασεμί το [jasemí] Ο43 : θαμνώδες καλλωπιστικό φυτό με μικρά άσπρα ή κίτρινα ευωδιαστά λουλούδια: Διπλό ~. Xιώτικο ~. || το λουλούδι του παραπάνω φυτού. γιασεμάκι το YΠΟKΟΡ.

[τουρκ. yasemin (από τα περσ.) με αποβ. του τελ. συμφ. (πρβ. ελνστ. ἰάσμη από τα περσ.)]

[Λεξικό Κριαρά]
γιασεμί το· γιασιμίν.
  • Το φυτό γιασεμί:
    • (Ερωτοπ. 12).

[<τουρκ. yasemin. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ, λ. γιασεμί). Η λ. στο Somav. (λ. γιασουμί) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες