Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: γιαπί
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γιαπί το [japí] Ο43 : οικοδομή που βρίσκεται στο στάδιο του σκελετού και με επέκταση στην οποία δεν έχουν τελειώσει οι εργασίες ανέγερσης ή επισκευής: Έμεινε ~. Δεν μπορούμε να μετακομίσουμε· το σπίτι είναι ακόμα ~. Mετά το σεισμό το κέντρο της πόλης έμοιαζε με τεράστιο ~.

[τουρκ. yapι `κτίριο΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γιάπικος -η -ο [jápikos] Ε5 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο γιάπη: Γιάπικο φέρσιμο / ντύσιμο. γιάπικα ΕΠIΡΡ.

[γιάπ(ης) -ικος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go