Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: γιαλαντζί
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γιαλαντζί [jalandzí] Ε (άκλ.) : 1. για ντολμαδάκια με αμπελόφυλλα και ρύζι. 2. (οικ., ειρ.) για να δηλώσουμε ότι κτ. δεν είναι αυθεντικό, γνήσιο.

[τουρκ. yalancι (dolma) `“ψεύτικος” ντολμάς΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go