Παράλληλη αναζήτηση
| 7 εγγραφές [1 - 7] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- γιαλί το· γιαλίν· γιαλίον· διαλίν· υαλίν· υάλιον· υέλιον.
-
- 1)
- α) Γιαλί:
- τω ρηγάδων η καρδιά ωσά γιαλίν εράγη (Ερωτόκρ. Δ´ 1667)·
- β) (προκ. για το γιαλί που έχουν τα κιάλια) φακός:
- (Ευγέν. Πρόλ. 54)·
- Δύο οκιάλια χρυσωμένα εθώρου κι είχες, και γιαλί δεν ήτονε εις το ένα (Στάθ. Α´ 238).
- α) Γιαλί:
- 2) Τζάμι:
- ανάμεσα δε των αυτών υπάρχει φωτιστήρι μεθ’ υαλίων σφαλιστόν (Παϊσ., Ιστ. Σινά 542).
- 3) Καθρέφτης:
- θρονί εκράτει και γιαλί εις το κλουβί οπού ’τον (Διγ. Α 256).
- 4) (Συνεκδ.) σκεύος από γιαλί, ποτήρι:
- κούπαν μίαν ετσάκισεν, γιαλίν ωραιωμένον (Φλώρ. 1295)·
- Εις το γιαλί πίνω κι εγώ (Ζήν. Ε´ 89).
- 5)
- α) Ουροδοχείο·
- (συνεκδ.) ούρα (πβ. καρούρα 2α):
- ορώσιν και τα σκύβαλα μετά του υαλίου (Προδρ. IV 566)·
- (συνεκδ.) ούρα (πβ. καρούρα 2α):
- β) εξέταση ούρων (πβ. καρούρα 2β):
- κανενείς γιατρός ξενικός … ουδέν εντέχεται να γιατρέψει περί υαλίου τινάν (Ασσίζ. 43727).
- α) Ουροδοχείο·
[<ουσ. υάλιον (υποκορ. του αρχ. ουσ. ύαλος). Για τον τ. ‑ίν βλ. LBG (γυ‑). Ο τ. υάλιον στο Du Cange (λ. υαλή). Ο τ. υέλιον στη Σούδα (L‑S). Η λ. στο Meursius (‑ή) και σήμ. (συνηθέστ. γρ. γυαλί)]
- 1)
[Λεξικό Κριαρά]
- γιαλίγο, επίρρ.· διολίγο.
-
- Παραλίγο:
- και διολίγ’ ουκ επνίγη και καν τρεις φοράς βουτάτον (Ερμον. Υ 95).
[<πρόθ. για + επίρρ. λίγο]
- Παραλίγο:
[Λεξικό Κριαρά]
- γιαλίζω.
-
- Λάμπω, αστράφτω:
- τα άρματα τα σιδερά οπού γιαλίζουνε (Χρον. σουλτ. 7213).
[<μτγν. υαλίζω. Η λ. στο Meursius (γιαλλίζειν) και σήμ.]
- Λάμπω, αστράφτω:
[Λεξικό Κριαρά]
- γιαλίν το,
- βλ. γιαλί.
[Λεξικό Κριαρά]
- γιαλινή η.
-
- Λάμψη (από έκρηξη ηφαιστείου):
- εσήκωσε από εκείνην την γιαλινήν καπνόν μεγάλον ωσάν νέφος (Διήγ. πανωφ. 56).
[πιθ. <γιαλίζω (πβ. επίθ. γιαλινός, ΙΛ, λ. γυάλινος και ρ. γιαλινίζω, αυτ., λ. γυα‑). Κατά Καραποτόσογλου 1983: 396 <τουρκ. yalιn]
- Λάμψη (από έκρηξη ηφαιστείου):
[Λεξικό Κριαρά]
- γιάλινος, επίθ.
-
- 1) Που είναι καμωμένος από γιαλί, γιάλινος:
- Γιάλινα … αγγειά βοτάνι φορτωμένα (Τζάνε, Κρ. πόλ. 4739).
- 2) (Μεταφ.) εύθραυστος, μάταιος, απατηλός:
- γιάλινη δόξα (Ζήν. Δ´ 341).
[<αρχ. επίθ. υάλινος. Η λ. και σήμ.]
- 1) Που είναι καμωμένος από γιαλί, γιάλινος:
[Λεξικό Κριαρά]
- γιαλίον το,
- βλ. γιαλί.



