Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γιάτρεμα το [játrema] Ο49 : το αποτέλεσμα του γιατρεύω· γιατρειά.
[αρχ. ἰάτρευμα με αφομ. [vm > mm] και απλοπ. του διπλού συμφ. [mm > m] ( [ia > ja] σύγκρ. γιατρός)]
[Λεξικό Κριαρά]
- γιάτρεμα το· ιάτρευμα.
-
- Γιατρειά, θεραπεία·
- (μεταφ.):
- (Χριστ. διδασκ. 495).
- (μεταφ.):
[αρχ. ουσ. ιάτρευμα. Η λ. στο Somav. και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ)]
- Γιατρειά, θεραπεία·



