Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: γιάση
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
γιάση η· ίαση.
  • Γιατρειά, θεραπεία:
    • (Μαχ. 3233).

[<αρχ. ουσ. ίασις. Ο τ. και σήμ. λόγ. Η λ. και σήμ. κυπρ. (ΙΛ)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go