Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γηριατρική η [jiriatrikí] Ο29 : κλάδος της ιατρικής που ασχολείται με τις ασθένειες της γεροντικής ηλικίας.
[λόγ. < αγγλ. geriatrics < αρχ. γῆρ(ας) `γερατειά΄ + ἰατρική]



