Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: γηραιός -ά -ό
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
γηραιός, επίθ.· γηραίος.
  • Που αρμόζει σε γέροντα, συνετός, φρόνιμος:
    • ο γέρων ο Φιλοπαππούς γηραιόν έφη λόγον (Διγ. Gr. 2665).

[αρχ. επίθ. γηραιός. Η λ. και σήμ. λόγ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γηραιός -ά -ό [jireós] Ε2 : (λόγ.) ηλικιωμένος, άνθρωπος προχωρημένης ηλικίας: Ο ~ πολιτικός. Mια γηραιά κυρία. || H γηραιά ήπειρος*. H γηραιά Aλβιών, η Mεγάλη Bρετανία.

[λόγ. < αρχ. γηραιός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go