Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γεώργιον
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
γεώργιον το.
  • Καλλιέργεια·
    • (εδώ σε μεταφ.):
      • Αν δε τις προβουλεύσηται … και της βουλής εν τῃ ψυχῄ το σπέρμα θησαυρίσῃ, καλόν και το γεώργιον και τον καρπόν κερδαίνει (Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 204).

[μτγν. ουσ. γεώργιον. Τ. γιώρκιν σήμ. κυπρ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες