Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γεωργικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γεωργικός -ή -ό [jeorjikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη γεωργία ή με το γεωργό· (πρβ. αγροτικός): Γεωργικά μηχανήματα / φάρμακα. Γεωργικά εργαλεία. Γεωργική εκπαίδευση / πολιτική. Γεωργική σχολή. Γεωργικοί συνεταιρισμοί. Γεωργική χώρα / περιοχή, στην οποία κύρια απασχόληση των κατοίκων είναι η γεωργία. || Οργανισμός Γεωργικών Aσφαλίσεων (ΟΓA).

[λόγ. < αρχ. γεωργικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες