Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γεωλογικός -ή -ό [jeolojikós] Ε1 : που αναφέρεται στη γεωλογία: Γεωλογικά φαινόμενα. ~ χάρτης, χάρτης που απεικονίζει τη γεωλογική δομή μιας περιοχής. Γεωλογικοί αιώνες*. Ελληνική Γεωλογική Εταιρεία.
[λόγ. < γαλλ. géologique < géolog(ie) = γεωλογ(ία) -ique = -ικός]



