Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γεροξεκούτης
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γεροξεκούτης ο [jeroksekútis] Ο11 : (προφ., μειωτ.) για γέρο, συνήθ. για να τονίσουμε ότι έχουν μειωθεί οι διανοητικές του ικανότητες.

[γερο- 1 + ξεκούτης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες