Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γεροντοκορισμός ο [jerondokorizmós] Ο17 : 1. παράξενη και δύστροπη συμπεριφορά που χαρακτηρίζει τη γεροντοκόρη. 2. (γενικότ.) ιδιότροπη συμπεριφορά.
[λόγ. γεροντοκορισ- (γεροντοκορίζω) -μός]



