Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γεροντικός -ή -ό
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
γεροντικός, επίθ.
  • Που ανήκει ή αναφέρεται σε γέροντα:
    • (Διγ. Z 3068), (Προδρ. III 72
    • γεροντικός λόγος (Συναδ. φ. 57r).

[αρχ. επίθ. γεροντικός. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γεροντικός -ή -ό [jerondikós] Ε1 : που χαρακτηρίζει άτομα πολύ μεγάλης ηλικίας ή που αναφέρεται σ΄ αυτά: Γεροντική ηλικία. Γεροντικό πείσμα. Γεροντικές παραξενιές. Γεροντική άνοια.

[λόγ. < αρχ. γεροντικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες