Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: γεροντίστικος
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
γεροντίστικος, επίθ.
  • Γεροντικός, γερασμένος:
    • Στο γεροντίστικον κορμί ετούτο οπ’ ασπρίζει (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε´ [1366]).

[<ουσ. γέροντας + κατάλ. ίστικος. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γεροντίστικος -η -ο [jerondístikos] Ε5 : που ταιριάζει σε γέρο, συνήθ. για εμφάνιση ή για συμπεριφορά: Γεροντίστικο ντύσιμο. Γεροντίστικα μυαλά, με παλιές ιδέες. γεροντίστικα ΕΠIΡΡ: Είναι ντυμένη ~.

[γέροντ(ας) -ίστικος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go