Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: γεροντάκι
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
γεροντάκι το.
  • Γέρος (θωπευτ.):
    • Κύρην έχω γεροντάκι (Βοσκοπ. 181).

[<ουσ. γέροντας + κατάλ. άκι. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go