Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γερμανισμός ο [jermanizmós] Ο17 : ιδιωτισμός της γερμανικής γλώσσας ή σύνταξη που θυμίζει γερμανικό συντακτικό.
[λόγ. < γαλλ. german(isme) (δες στο γερμανικός) -ισμός]



