Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: γερατειά
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γερατειά τα [jeratxá] Ο38 : (προφ.) γηρατειά.

[μσν. γερατειά < γερατεία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < τα γέρατ(α) -εία αναλ. προς τα πρωτεία (λ. όπως γέρος, γήρας είχαν παλαιότ. τιμητική σημ.) < αρχ. γῆρας τό με επίδρ. του πληθ. γέρατα του συν. γέρας τό `τιμητικό δώρο, προνόμιο΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go