Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- γερακάρης ο· πληθ. γερακαραίοι· γερακάροι.
-
- Αυτός που τρέφει και γυμνάζει κυνηγετικά γεράκια:
- (Μαχ. 63425), (Τάξ. πόρτ. 32).
[<ουσ. γεράκι + κατάλ. ‑άρης. Η λ. στο Βλάχ.]
- Αυτός που τρέφει και γυμνάζει κυνηγετικά γεράκια:



