Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γεράνιος
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
γεράνιος, επίθ.· γεράνεος· γερανέος· γερανός· ?ηεράνεος.
  • Που έχει χρώμα σκούρο γαλάζιο, βαθυγάλαζος:
    • να κάμεις θηλές γεράνιες ιπί χείλος του βηλαριού του ενού (Πεντ. Έξ. XXVI 4).

[<ουσ. γεράνιον (Καλλέρης, ΛΔ 8, 1958, 14, σημ. 7). Ο τ. γερανέος στο LBG, γεράνεος στο Du Cange και ηεράνεος στο Meursius (ον). Η λ. στο Meursius (γνο) και σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες