Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: γενναιόφρων -ων -ον
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γενναιόφρων -ων -ον [jeneófron] Ε (βλ. -ων -ων -ον) : (λόγ.) που έχει ανώτερα αισθήματα· μεγαλόψυχος. || (ως ουσ.) ο γενναιόφρων.

[λόγ. < μσν. γενναιόφρων < γενναί(ος) -ο- + -φρων κατά το μεγαλόφρων]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go