Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γενναιόφρονας [jeneófronas] για τα άλλα γένη βλ. -ων -ων -ον· Ε (βλ. Ο5) : που έχει ανώτερα αισθήματα· μεγαλόψυχος. || (ως ουσ.).
[λόγ. < μσν. γενναιόφρων, αιτ. -ονα]



