Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: γενναιοδωρία
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γενναιοδωρία η [jeneoδoría] Ο25α : η ιδιότητα του γενναιόδωρου. || ενέργεια, προσφορά γενναιόδωρου ανθρώπου: Έκανε πολλές γενναιοδωρίες.

[λόγ. γενναιόδωρ(ος) -ία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go