Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γενναίως
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
γενναίως, επίρρ.· γενναιώς.
  • 1) Με γενναιότητα, με τόλμη:
    • (Διγ. Z 2395).
  • 2) Με υπομονή, καρτερικά:
    • Εάν πονείς τον έρωταν, υπόμενε γενναίως (Αχιλλ. O 364).

[αρχ. επίρρ. γενναίως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες