Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γενικευτικός -ή -ό [jenikeftikós] Ε1 : που έχει την ικανότητα ή την τάση να γενικεύει: ~ τρόπος. Γενικευτική μέθοδος. Γενικευτικές τάσεις.
[λόγ. γενικεύ(ω) -τικός μτφρδ. γαλλ. généralisateur]



