Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: γενικευτικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γενικευτικός -ή -ό [jenikeftikós] Ε1 : που έχει την ικανότητα ή την τάση να γενικεύει: ~ τρόπος. Γενικευτική μέθοδος. Γενικευτικές τάσεις.

[λόγ. γενικεύ(ω) -τικός μτφρδ. γαλλ. généralisateur]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go