Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: γεμιστήρας
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γεμιστήρας ο [jemistíras] Ο2 : στα επαναληπτικά όπλα, κινητή, μεταλλική θήκη με φυσίγγια.

[λόγ. γεμισ- (γεμίζω) -τήρ > -τήρας μτφρδ. γαλλ. chargeoir]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go