Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γεμιστήρας ο [jemistíras] Ο2 : στα επαναληπτικά όπλα, κινητή, μεταλλική θήκη με φυσίγγια.
[λόγ. γεμισ- (γεμίζω) -τήρ > -τήρας μτφρδ. γαλλ. chargeoir]
ΞΞ½Ξ± εγχείΟΞ·ΞΌΞ± του ΞΞΞ½Ο„ΟΞΏΟ… Ελληνικής ΓλΟσσας Ξ³ΞΉΞ± την υποστήΟΞΉΞΎΞ· της ελληνικής Ξ³Ξ»Οσσας στη διαχΟΞΏΞ½Ξ―Ξ± της: Ξ±Οχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, Ξ½ΞΞ± ελληνική αλλά ΞΊΞ±ΞΉ στη συγχΟΞΏΞ½ΞΉΞΊΞ® της διάσταση.
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[λόγ. γεμισ- (γεμίζω) -τήρ > -τήρας μτφρδ. γαλλ. chargeoir]
| © 2006 - 2008 Centre for the Greek Language | Copyright | Terms of Use |