Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: γελάδα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γελάδα η [jeláδa] Ο26 : (λαϊκότρ.) αγελάδα.

[< αγελάδα με αποβ. του αρχικού άτ. φων. από συμπροφ. με το αόρ. άρθρο και ανασυλλ.: [mia-aj > miaj > mi-aj] ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go