Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: γειώνω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γειώνω [jióno] -ομαι Ρ1 : δημιουργώ γείωση: Γειωμένη κεραία.

[λόγ. γει(ώ) -ώνω < ελνστ. γει- (αντί αρχ. γε-: γῆ) μτφρδ. αγγλ. earth]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go