Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: γειτόνισσα
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
γειτόνισσα η.
  • Γειτόνισσα:
    • (Προδρ. III 162).

[<ουσ. γείτονας + κατάλ. ισσα. Η λ. τον 5.-6. αι. (L‑S Suppl.) και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go