Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: γειτνιάζω
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γειτνιάζω [jitniázo] Ρ2.1α : (λόγ.) γειτονεύω, όταν πρόκειται για οικοδομήματα, εκτάσεις ή περιοχές που βρίσκονται δίπλα ή συνορεύουν.

[λόγ. < ελνστ. γειτνιάζω (αρχ. γειτνιάω)]

[Λεξικό Κριαρά]
γειτνιάζω.
  • Είμαι γείτονας κάπ.:
    • (Διγ. Z 4218).

[μτγν. γειτνιάζω. Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go