Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: γειτνίαση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γειτνίαση η [jitníasi] Ο33 : (λόγ.) το αποτέλεσμα του γειτνιάζω: Οι εκτάσεις αυτές βρίσκονται σε άμεση ~ με τον οικισμό. ~ με μεγάλα αστικά κέντρα.

[λόγ. < αρχ. γειτνία(σις) -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go