Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γείσο το [jíso] Ο39 : 1. η προεξοχή της στέγης που περιβάλλει ένα κτίριο· γείσωμα. 2. προεξοχή πηλικίου ή κασκέτου που σκιάζει το μέτωπο και προστατεύει τα μάτια από τον ήλιο.
[λόγ. < αρχ. γεῖσον]



