Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γείσο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γείσο το [jíso] Ο39 : 1. η προεξοχή της στέγης που περιβάλλει ένα κτίριο· γείσωμα. 2. προεξοχή πηλικίου ή κασκέτου που σκιάζει το μέτωπο και προστατεύει τα μάτια από τον ήλιο.

[λόγ. < αρχ. γεῖσον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες