Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γδικιωμός ο [γδikomós] Ο17 : (λαϊκότρ.) εκδίκηση.
[γδικιώ(νω, -ομαι) -μός < ελνστ. ἐκδικαι(οῦμαι) `απαιτώ δικαστικά΄ με μεταπλ. -ώνω, συνίζ. για αποφυγή της χασμ., αφομ. ηχηρ. και τρόπου άρθρ. [kδ > gδ > γδ] και αποβ. του αρχικού άτ. φων.]
[Λεξικό Κριαρά]
- γδικιωμός ο.
-
- Εκδίκηση:
- (Ερωφ. Δ´ 632).
[<γδικιώνω + κατάλ. ‑μός. Η λ. και σήμ.]
- Εκδίκηση:



