Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γδάρτης
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γδάρτης ο [γδártis] Ο10 : 1. αυτός που έχει ως επάγγελμα το γδάρσιμο σφαγμένων ζώων· εκδορέας. 2. (μτφ.) αυτός που εισπράττει υπερβολικό κέρδος, που εκμεταλλεύεται την ανέχεια και την ανάγκη των άλλων: Είναι ένας αγιογδύτης, ένας ~ των φτωχών. ΠAΡ Mάρτης ~ και (κακός) παλουκοκαύτης*.

[γδαρ- (γδέρνω) -της]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες