Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: γαϊτανωτός
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
γαϊτανωτός, επίθ.
  • Που είναι πλεγμένος σαν γαϊτάνι:
    • αλυσίδες … γαϊτανωτές (Πεντ. Έξ. XXVIII 14).

[<ουσ. γαϊτάνι + κατάλ. ωτός. Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go