Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γαϊδουρόβηχας
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γαϊδουρόβηχας ο [γaiδuróvixas] Ο5 (χωρίς πληθ.) : (οικ.) βήχας πολύ δυνατός και συνεχής: M΄ έπιασε ένας ~. Έχω ένα γαϊδουρόβηχα!

[γαϊδουρο- + βήχας]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες