Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γαϊδουροφωνάρα η [γaiδurofonára] Ο25α : (οικ.) χαρακτηρισμός πολύ δυνατής και άγριας φωνής· γκαρίλα: Ξύπνησες όλη τη γειτονιά με τις γαϊδουροφωνάρες σου.
[γαϊδουρο- + φωνάρα, μεγεθ. του φωνή]



