Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γαριδάκι το [γariδáki] Ο44α : 1. μικρή γαρίδα. 2. (συνήθ. πληθ.) τυποποιημένη παιδική λιχουδιά με αλμυρή γεύση.
[υποκορ. γαρίδ(α) -άκι (η σημ. 2 από το σχήμα)]