Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γαργαρίζω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γαργαρίζω [γarγarízo] Ρ2.1α : (λογοτ.) για τον ήχο που κάνει το τρεχούμενο νερό· κελαρύζω.

[ελνστ. γαργαρίζω `κάνω γαργάρα΄ (δες στο γαργάρα)]

[Λεξικό Κριαρά]
γαργαρίζω.
  • «Σκούζω», βγάζω (άναρθρη) φωνή:
    • φύγε … μηδέν ειπώ και τα άλλα σου και θέλεις γαργαρίσειν (Πουλολ. 619).

[αρχ. γαργαρίζω. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες