Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- γαρβέλιν το.
-
– Πβ. και καρβέλι.
- Κόσκινο:
- το δος εις κόσκινον ψιλόν, το δος εις το γαρβέλιν (Προδρ. II 52 χφ H κριτ. υπ. (χφ καρβέλιν· διόρθ. Eideneier)).
[<παλαιότ. ιταλ. garbello ή αραβ. ġarbēl (Eideneier, BZ 82, 1989, 77, DEI, λ. garbello· πβ. Κουκ., ΒΒΠ Ε´ 14-5)]
- Κόσκινο: