Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: γαμωσταυρίδι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γαμωσταυρίδι το [γamostavríδi] Ο44 (συνήθ. πληθ.) : χυδαίο υβρεολόγιο που προσβάλλει τα θεία: Tον άρχισε στα γαμωσταυρίδια.

[έκφρ. γαμώ (το) σταυρ(ό) -ίδι κατά το βρισίδι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go