Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γαμπριάτικος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γαμπριάτικος -η -ο [γambrtikos] Ε5 : που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει σε γαμπρό: Γαμπριάτικο κουστούμι. Γαμπριάτικα παπούτσια. || (ως ουσ.) τα γαμπριάτικα, τα ρούχα του γαμπρού. γαμπριάτικα ΕΠIΡΡ: Πού θα πας έτσι ~ ντυμένος;

[γαμπρ(ός) -ιάτικος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες