Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γαμιάς ο [γamnás] Ο1 : (χυδ., λαϊκ.) αυτός που επιδίδεται με επιτυχία στις σεξουαλικές δραστηριότητες.
[μσν. γαμέας με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < γαμ(ώ) -έας > -ιάς]



