Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: γαμήλιος -α -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γαμήλιος -α -ο [γamílios] Ε6 : που έχει σχέση με το γάμο, που αναφέρεται στο γάμο: Γαμήλια τελετή. Γαμήλιο τραπέζι / εμβατήριο / ταξίδι.

[λόγ. < αρχ. γαμήλιος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go